- λαβροποσία
- λαβροποσία, ἡ (Μ) [λαβροπότης]υπερβολική πόση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαβροποσίας — λαβροποσίᾱς , λαβροποσία excessive drinking fem acc pl λαβροποσίᾱς , λαβροποσία excessive drinking fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)